- σχολαστικούς
- σχολαστικόςinclined to easemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
δοξογράφοι — Συγγραφείς της αλεξανδρινής και της ρω μαϊκής εποχής, οι οποίοι με τα γραπτά τους μεταβίβασαν τις θεωρίες (δόξες) των αρχαίων φιλοσόφων στους μεταγενέστερους. Υπό αυτή την έννοια, διακρίνονται από τους βιογράφους, τους σχολιαστές κλπ. Ως πρώτοι δ … Dictionary of Greek
ριζωρύχος — ὁ, Α (για σχολαστικούς γραμματικούς) αυτός που σκάβει για να βρει τις ρίζες τών λέξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. μεταλλ ωρύχος, τυμβ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
τιπούκειτος — (από το τί, πού κείται, δηλ. πού βρίσκεται ή πού υπάρχει ένα βιβλίο, ένα κεφάλαιο ή ένας τίτλος βιβλίου). Τίτλος έργου Βυζαντινού νομικού του 11ου αι., που έχει υπομνηματίσει τη συλλογή βυζαντινών νόμων του 10ου αι. Βασιλικά. Το έργο περιλαμβάνει … Dictionary of Greek
Άνσελμο — Όνομα διαπρεπών θεολόγων. 1. Άγιος Ά. του Καντέρμπερι (Αόστα, Πεδεμόντιο 1033 – Καντέρμπερι, Αγγλία 1109). Ένας από τους πλέον ονομαστούς θεολόγους και σχολαστικούς φιλοσόφους του Μεσαίωνα. Καταγόταν από πλούσια αριστοκρατική οικογένεια της Αόστα … Dictionary of Greek
Μοισιόδαξ, Ιώσηπος — (Τσερναβόντα, Βλαχία 1730; – Βουκουρέστι 1800). Διδάσκαλος του Γένους, ο πρώτος Νεοέλληνας παιδαγωγός κι ένας από τους πρωιμότερους εκπροσώπους του ελληνικού Διαφωτισμού. Οι πληροφορίες που έχουμε για τα νεανικά του χρόνια είναι ανεπαρκείς και… … Dictionary of Greek